- υποβάλλω
- ὑποβάλλω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑββάλλω Α [βάλλω]θέτω κάτι κάτω από κάτι άλλο (α. «υποβάλλω θεμέλια» β. «κάτω μὲν ὑποβαλεῑτε τῶν Μιλησίων ἐρίων», Εύβουλ.γ. «ὑπένερθε δὲ λίθ' ὑπέβαλλεν», Ομ. Οδ.)νεοελλ.1. θέτω υπό την κρίση ή την έγκριση κάποιου (α. «υποβάλλω υποψηφιότητα» β. «υποβάλλω τη διατριβή μου»)2. προτείνω ή ζητώ από την αρμόδια αρχή ως υφιστάμενος (α. «υποβάλλω αίτηση» β. «υποβάλλω την παραίτησή μου» γ.«υποβάλλω αναφορά»)3. αναγκάζω κάποιον να υποστεί κάτι (α. «υποβάλλω σε ανάκριση» β. «υποβάλλω σε έξοδα»)4. εκτελώ το έργο τού υποβολέα στο θέατρο, υπαγορεύω το κείμενο στους ηθοποιούς από το υποβολείο5. υποκαθιστώ κάτι πλασματικό ως γνήσιο6. επηρεάζω με τρόπο κάποιον, τού υπαγορεύω τις σκέψεις μου ή την θέλησή μου («τού υπέβαλε την ιδέα να παραιτηθεί»)7. (μεσοπαθ.) υποβάλλομαια) παθαίνω υποβολή, αυθυποβάλλομαιβ) είμαι δεκτικός υποβολής, υπνωτισμού κ.ά. καταστάσεων8. φρ. «υποβάλλω τα σέβη μου» — τυπική μορφή χαιρετισμού σε σεβαστό πρόσωπο ή σε αξιωματούχομσν.τοποθετώ κάτι πάνω σε κάποιον, δεσμεύω κάποιον («ξυλοπέδας τοῑς Ῥωμαίοις ὑπέβαλεν», Θεοφάν. Ομ.)·|| (μσν.-αρχ.)1. παρεμβάλλω κάτι ή παρεμβάλλομαι στην συζήτηση, διακόπτω (α. «ὑποβαλὼν ἑαυτόν, φησί», Ιωάνν. Χρυσ.β. «ἑσταοτὸς μὲν καλὸν ἀκούειν, οὐδὲ ἔοικεν ὑββάλλειν», Ομ. Ιλ.)2. υπενθυμίζωαρχ.1. θέτω ως βάση ή ως θεμέλιο2. βάζω από κάτω για ζευγάρωμα («ὑποβάλλειν αἶγας τοῑς τράγοις», Λόγγ.)3. υποτάσσω («ἑμαυτὸν ἐχθροῑς ὑποβαλών», Ευρ.)4. υπενθυμίζω («ὑποβαλεῑν δυνήσεσθε, ἤ τι ἐπιλανθάνωνται», Ξεν.)5. υπαγορεύω, υποδεικνύω («Ἀπόλλων ὑποβάλλει τῇ Πυθίᾳ τοὺς χρησμούς», Πλούτ.)6. μέσ. ὑποβάλλομαια) οικειοποιούμαι το παιδί κάποιου άλλου, εμφανίζω ξένο παιδί ως δικό μου («φάμενοι αὐτὴν κομπέειν ἄλλως βουλομένην ὑποβαλέσθαι», Ηρόδ.)β) (σχετικά με λογοτεχνικό έργο) μιμούμαι, λογοκλοπώ («Εὐριπίδης τὸ δρᾱμα δοκεῑ ὑποβαλέσθαι», Αριστοτ.)γ) λέω κάτι σαν να έχω υποβολέα, κλέβω τα λόγια κάποιου άλλου («εἰ ὑποβαλλόμενοι κλέπτουσι μύθους», Σοφ.)δ) (για καταγγέλλοντα ή για μάρτυρα) υποκινούμαι («ὑπεβλήθησαν κατήγοροι τῷ τε ἱερεῑ τοῡ Διὸς Μερόλα...», Αππ.)ε) επιχειρώ ένα έργο («τῷ μέντοι σύνταξιν ὑποβεβλημένῳ καὶ ἱστορίαν ἐξ οὐ προχείρων...», Πλούτ.)7. φρ. α) «ὑποβάλλω τινά τινι» — ρίχνω κάποιον κάτω από κάτι (Πολ.)β) «ὑποβάλλω τὰ ὄμματά τινι» — ρίχνω το βλέμμα μου σε κάποιον (Πλούτ.)γ) «ὑποβάλλω ὀνόματα» — ως καταδότης δίνω κατάλογο ονομάτων (Λυσ.)δ) «ὁ πρῶτος ὑποβεβλημένος» — ο πρώτος ιδρυτής μιας πόλης (Στράβ.)ε) «ὑποβάλλω ψήφους» — ρίχνω λαθραία, αντικανονικά ψήφους κατά την ψηφοφορία (Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.